«Το θέατρό μας, όπως και αυτό ο φεστιβάλ θέλει να ανήκει σε όλη την πόλη»
Στην πιο περίοπτη θέση του Ουγγρικού Θεάτρου της Κλουζ, δίπλα στην κεντρική είσοδο, βρίσκεται το πορτραίτο του Γκάμπορ Τομπά, επί 26 χρόνια καλλιτεχνικού του διευθυντή του. Είναι ο ίδιος που ίδρυσε και διευθύνει το Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου «Interferences», για την πέμπτη του έκδοση του οποίου (διεξήχθη από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 4 Δεκεμβρίου) βρεθήκαμε οι δημοσιογράφοι του διαδικτυακού περιοδικού Conflict Zones.Reviews της Ένωσης Θεάτρων της Ευρώπης, στην συμπρωτεύουσα της Ρουμανίας, την γραφική Κλουζ που βρίσκεται 324 χιλιόμετρα βορειότερα του Βουκουρεστίου.
Η πόλη έξω είναι παγωμένη, καθώς έχει μόλις υποδεχτεί το πρώτο χιόνι της σεζόν, και σημαιοστολισμένη, λόγω της Εθνικής Γιορτής της Ρουμανίας ( κάθε 1η Δεκέμβρη γιορτάζει την επέτειο της ένωσης το 1918 της Βλαχίας, της Τρανσυλβανίας και της Μολδαβίας). Μέσα στο Ουγγρικό Θέατρο της Κλουζ, μέλος της Ένωσης Θεάτρων της Ευρώπης από το 2008, η ατμόσφαιρα που επικρατεί είναι σαφώς πολύ πιο ζεστή. Οι δεκάδες εθελοντές του φεστιβάλ φροντίζουν με κέφι την παραμικρή του λεπτομέρεια και το θεατρόφιλο κοινό της πόλης χαίρεται να ανακαλύπτει παραστάσεις από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Όπως η Κορεάτικη που μόλις έριξε αυλαία τυγχάνοντας του θερμότατου ρυθμικού χειροκροτήματος του κοινού. Για τον καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου και του φεστιβάλ Γκάμπορ Τόμπα, το να διανύσει την απόσταση από το κέντρο της πλατείας έως την κεντρική είσοδο, εκεί όπου είχε δοθεί το ραντεβού μας για αυτή την συνέντευξη, μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από το συνηθισμένο καθώς χάνεται σε αγκαλιές φίλων και σύντομες συζητήσεις.
Τι κι αν οι κυβερνήσεις αλλάζουν με την ταχύτητα του φωτός στην ιδιόμορφη αυτή χώρα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης; Ο Γκάμπορ Τομπα παραμένει ακλόνητος στην θέση του. «Πολλές φορές τυχαίνει να έχουμε τρεις διαφορετικούς Υπουργούς μέσα σε μία χρονιά. Αυτό είναι ένα από τα ζητήματα που δυσκολεύουν το έργο μας το οποίο από την αρχή αντιμετώπισα ως ένα μακροχρόνιο πρότζεκτ» μας εξηγεί καθώς διανύουμε την σκηνή πάνω στην οποία ορισμένοι τεχνικοί εργάζονται για να αφαιρέσουν το σκηνικό της παράστασης που μόλις τελείωσε και να στήσουν εκείνο της επόμενης για την αυριανή, πρωινή πρόβα. Ένα πολύβουο εργατικό μελίσσι.
Στο πίσω μέρος της σκηνής μια σκάλα οδηγεί στο γραφείο του. Τους τοίχους του κοσμούν αναμνηστικά και έπαινοι μιας διαδρομής που ξεκίνησε το 1990 και εκτείνεται έως και σήμερα. «Έπρεπε να αλλάξουμε τα συμβόλαια, τα χτίσουμε μια ομάδα, ένα ανσάμπλ 36 ηθοποιών και ένα ρεπερτόριο. Αλλά και να γίνουμε διεθνείς, να χτίσουμε ένα ‘στούντιο’ και μια ομάδα νέων. Κάθε φορά, νιώθω πως όλο αυτό είναι πολύ εύθραυστο για να το εγκαταλείψω. Βέβαια, τα διοικητικά ζητήματα είναι πολλά και μου στερούν μεγάλο μέρος της ενέργειάς μου. Προσπαθώ να βρίσκω ακόμη την χαρά σε αυτό που κάνω» μας λέει και συνεχίζει.
«Κι αν έπρεπε να την εντοπίσω κάπου θα σας έλεγα πως βρίσκεται πρώτον, στην ομάδα των νέων ανθρώπων που δουλεύουν πλάι μου που είναι σχετικώς ανεξάρτητοι καθώς μπορούν να λαμβάνουν και μόνοι τους αποφάσεις χωρίς να χρειάζεται να παίρνουν την έγκρισή μου για το παραμικρό. Αυτό με βοηθά καθώς μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα στο Λος Άντζελες όπου διδάσκω υποκριτική και άλλες χώρες όπου σκηνοθετώ. Και δεύτερον, στην δυνατότητα που μου δίνεται να προσκαλώ σκηνοθέτες που θαυμάζω να δουλέψουν μαζί μας. Ξέρετε, δεν είναι λίγοι οι καλλιτεχνικοί διευθυντές που επιλέγουν να προσκαλούν πιο αδύναμους από τους ίδιους καλλιτέχνες. Εγώ αντίθετα θέλω να προσκαλώ ανθρώπους που όχι μόνο θαυμάζω για την δουλειά τους αλλά και που πιστεύω πως οι ίδιοι γνωρίζουν κάτι για το θέατρο που εγώ αγνοώ. Το βλέπω σαν μια συμπληρωματική διαδικασία» μας εξηγεί. Όσο για το εάν θα του λείψει αυτό το γραφείο μέσα στο οποίο πέρασε ήδη σχεδόν μια ολόκληρη ζωή; Η απάντησή του είναι αποστομοτική! «Πιθανότατα πιστεύω πως βρίσκομαι ακόμα εδώ επειδή δεν νοιάζομαι για την θέση αυτή καθεαυτή».
Βρισκόμαστε μια ανάσα πριν την λήξη του φετινού φεστιβάλ κι αν ο ίδιος κρατά κάτι είναι όπως μας εξομολογείται: «Η χαρά ότι σχεδόν διπλασιάσαμε το κοινό και ότι έχουμε αρχίσει να κατακτάμε αυτό που πραγματικά θέλαμε: Να ενώσουμε τους ανθρώπους της Κλουζ.» Και εξηγεί:
«Υπάρχει ένα γνωστό φαινόμενο εδώ, που έχει να κάνει με τον διαχωρισμό των κοινοτήτων στην καθημερινή ζωή: Ρουμάνοι- Ούγγροι, Γερμανοί- Εβραίοι, αλλά και άνθρωποι διαφορετικών θρησκειών ή κοινωνικού υποβάθρου. Το θέατρο αυτό που ιδρύθηκε 224 χρόνια πριν, το 1792 είναι το παλαιότερο Ούγγρικο στον κόσμο. Όμως πραγματικά θέλουμε να γίνει το θέατρο ολόκληρης της πόλης και όλων όσων έρχονται εδώ για να συναντηθούν. Γι αυτό τον λόγο, όχι μόνο τώρα στην διάρκεια του φεστιβάλ, αλλά όλο τον χρόνο μετραφράζουμε τις παραστάσεις μας σε τουλάχιστον άλλες δύο γλώσσες: Ρουμάνικα και Αγγλικά, καθώς η ομάδα μας παίζει στα ουγγρικά. Αυτό κάνει την ρουμάνικη κοινότητα να μας εμπιστεύεται όλο και περισσότερο και τα ποσοστά μας να έχουν φτάσει σήμερα σε ένα επίπεδο 65%-35%ή 70%-30%. Επίσης υπάρχουν 70 χιλιάδες φοιτητές στην Κλουζ οι οποίοι και συνιστούν το καλύτερο κοινό μας».
Αλήθεια, όταν το ζητούμενο είναι τόσο μεγάλο, με ποιο κριτήριο επιλέγει κανείς τις παραστάσεις που συνθέτουν το πρόγραμμα ενός διετούς διεθνούς θεατρικού φεστιβάλ;
«Πρώτα από όλα κάθε φορά ξεκινάμε με την επιλογή του θέματος που για φέτος ήταν «Οι Οδύσσειες ενός ξένου»΄΄Ήδη έχουμε βρει το θέμα για την επόμενη διοργάνωση σε δύο χρόνια από τώρα. Θα είναι «Οι αναμνήσεις από τον πόλεμο» καθώς θα διεξαχθεί στην επέτειο της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Συζητάμε μεταξύ άλλων να προσκαλέσουμε τον Ίβο βαν Χόβε, τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή της Κομεντί Φρανσέζ.
Οι παραστάσεις που επιλέγω προσεγγίζουν το θέμα συμπληρωματικά η μία προς την άλλη. Φυσικά, είναι αδύνατον να φέρνεις μόνο αριστουργήματα. Και στην πραγματικότητα δεν είναι αυτός ο στόχος. Ναι, υπάρχουν παραστάσεις που τυγχάνουν θερμότατης υποδοχής από το κοινό και άλλες που το διαμορφώνουν. Η εμπειρία όλων αυτών των χρόνων μου έχει δείξει πως μπορείς να εκπαιδεύσεις το κοινό. Το σημαντικό είναι να προχωράς και να παίρνεις ρίσκα.»
Προσπαθούμε να προσκαλούμε όλα τα είδη: από καθιερωμένους θιάσους έως μικρές ανεξάρτητες ομάδες. Προσκαλέσαμε φέτος για παράδειγμα μια παράσταση με τίτλο «It is not the time of my life» που αποτέλεσε την πρώτη εκδοχή της κινηματογραφικής ταινίας που κέρδισε το φετινό βραβείο στο Κάρλοβι Βάρι. Μια παράσταση εντελώς ανεξάρτητη με μηδενικό μπάτζετ.
Ο ίδιος επιμένει πως δεν πιστεύει στον διαχωρισμό ανεξάρτητου και θεάτρου ρεπερτορίου. «Πρόκειται για μια ανοησία ανάμεσα σε ιδεοληπτικούς και κριτικούς. Μιλάμε δηλαδή όχι για το αντικείμενο αλλά για τους εαυτούς μας. Όχι πρέπει να βγάλουμε τους εαυτούς μας εκτός».
Όσο για την προσωπική του σκοπιά πάνω στην φετινή θεματική του φεστιβάλ, τον ξένο; «Δεν περιορίζεται μόνο στο προσφυγικό και μεταναστευτικό που είναι πολύ καυτά ζητήματα. Αλλά το βλέπουμε και πιο φιλοσοφικά. Τι σημαίνει να είσαι ξένος; Τι σημαίνει να ανήκεις κάπου; Σε τι συνίσταται η ευρωπαϊκή ταυτότητα; Την οποία εμείς οι Ανατολικοευρωπαίοι σχεδόν έχουμε ή σχεδόν αισθανόμαστε ότι έχουμε; Πιστεύω πως η αλληλεγγύη στις μέρες μας δεν είναι αρκετά ισχυρή. Παρόλο που ο κόσμος γίνεται όλο και πιο μικρός. Για παράδειγμα συμβαίνει κάτι τώρα εδώ και το μαθαίνουν μέσα σε λίγα λεπτά σε κάθε άκρη του πλανήτη. Κι όμως εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως δεν μας αγγίζει. Αυτό είναι λάθος. Όλα συμβαίνουν με εμάς. Βρισκόμαστε μέσα σε κάθε ιστορία. Από την άλλη, βέβαια, ζούμε μια εποχή εντελώς υποκριτικής πολιτικής ορθότητας και βλέπετε ποιο είναι το αποτέλεσμα. Το είδαμε πρόσφατα με τις αμερικάνικες εκλογές. Οφείλουμε να αναλύσουμε τα αίτια» μας λέει.
Η συζήτησή μας συνεχίζεται με τα χαρακτηριστική της περίφημης ρουμάνικης σχολής σκηνοθεσίας η οποία όπως μας εξηγεί «προτάσσει το εννοιολογικό κομμάτι προτείνοντας κάθε φορά μια ισχυρή επιλογή έργου και μια ισχυρή σκηνοθετική άποψη από την οποία εκπορεύονται όλα τα επιμέρους στοιχεία» και καταλήγει στο ελληνικό θέατρο ως μια ατέλειωτη πηγή. «Είναι πολύ σημαντικό ότι οι αρχαίοι θεατές δεν πήγαιναν στο θέατρο για να ακούσουν ιστορίες. Όλοι γνώριζαν την ιστορία της Αντιγόνης ή της Μήδειας. Αλλά για να βιώσουν μια εμπειρία στο τώρα. Όμως δεν είναι μόνο το δράμα που μας διδάσκει πολλά» όπως λέει «αλλά και για τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια, τα οποία ήταν η πρώτη μορφή φεστιβάλ που υπήρξε. Ένας εορτασμός στον οποίο συμμετείχε ολόκληρη η πόλη. Κάτι που οφείλουμε να έχουμε πάντα στο μυαλό μας. Ο Μάξ Ράινχαρντ ο οποίος επανεφηύρε τα Φεστιβάλ στην Ευρώπη ήθελα να είναι το φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ να είναι ο εορτασμός μιας ολόκληρης πόλης, όπως γινόταν και στους αρχαίους χρόνους. Όλοι συμμετείχαν»
Published on 15 December 2016 (Article originally written in Greek)